- παλαιοκομματικός
- -ή, -όο σχετιζόμενος με τα παλιά πολιτικά κόμματα, ο συντηρητικός από πολιτική άποψη. Ουσ. παλαιοκομματισμός, ο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παλαιοκομματικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ένα κομματικό κατεστημένο το οποίο δρα στα πλαίσια ενός κόμματος βασισμένου σε οπισθοδρομικές αρχές, σε συντηρητικά και καιροσκοπικά πρότυπα, και που αρνείται τις σύγχρονες πολιτικές αρχές και αντιλήψεις … Dictionary of Greek
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek